- πανουκλιάζω
- [πανούκλα]1. προσβάλλομαι από την ασθένεια πανώλη, παθαίνω πανούκλα2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πανουκλιασμένος, -η, -οα) (ως κατάρα) αυτός που μακάρι να πάθει πανούκλαβ) μτφ. χαρακτηρισμός ανθρώπου που αναμιγνύεται σε όλα, πολυπράγμων.
Dictionary of Greek. 2013.